- πανηγυρισμοῦ
- πανηγυρισμόςcelebration of amasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek
αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… … Dictionary of Greek
ντόμινο — το 1. είδος χειμερινού ωμοφορίου που έφεραν άλλοτε οι ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί 2. ενιαίο μακρύ ένδυμα με κουκούλα, που φορούν συνήθως οι μεταμφιεσμένοι τις Απόκριες 3. (κατ επέκτ.) ο μεταμφιεσμένος με το παραπάνω ένδυμα 4. είδος επιτραπέζιου… … Dictionary of Greek
πανηγυρισμός — ο, ΝΑ [πανηγυρίζω] πανηγυρικός εορτασμός, το να πανηγυρίζει κανείς κάτι ή το να πανηγυρίζεται κάτι αρχ. επίδειξη («καὶ ταῑς πράξεσιν ἀπηλλαγμένης πανηγυρισμοῡ καὶ δοξοκοπίας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που … Dictionary of Greek
Απάμα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά της Βακτριανής Σπιταμένη (αρχές 4ου αι. π.Χ.). O Μέγας Αλέξανδρος, την ημέρα του πανηγυρισμού των γάμων του στα Σούσα (324 π.Χ.), την έδωσε σύζυγο στον Σέλευκο Α’ τον Νικάτορα. 2. Κόρη του Πέρση… … Dictionary of Greek